ειδοποίηση

ειδοποίηση
η (Α εἰδοποίησις)
νεοελλ.
1. η γνωστοποίηση, το να ειδοποιείται κάποιος
2. το έγγραφο με το οποίο γίνεται η ειδοποίηση, το ειδοποιητήριο («ειδοποίηση τής Τράπεζας»)
3. η καταχώριση σε έντυπο με πληρωμή, ενέργεια που αναφέρεται σε αστικά (οικονομικά κυρίως) συμφέροντα με σκοπό να γίνει γνωστή στο πλατύ κοινό
αρχ.
παράσταση, απεικόνιση τού είδους ή τής τυπικής μορφής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ειδοποίηση — η 1. προφορική ή έγγραφη γνωστοποίηση, ανακοίνωση, αναγγελία. 2. το έγγραφο με το οποίο ειδοποιείται κάποιος, ειδοποιητήριο, αγγελτήριο: Πήρα σήμερα ειδοποίηση από την εφορία. 3. δημόσια αγγελία με πληρωμή ή όχι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ειδοποιητήριος — α, ο 1. αυτός με τον οποίο γίνεται ειδοποίηση, αυτός που γίνεται για ειδοποίηση («ειδοποιητήρια επιστολή», «ειδοποιητήριος πυροβολισμός») 2. το ουδ. ως ουσ. το ειδοποιητήριο έγγραφο με το οποίο γίνεται η ειδοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ειδοποιητήριος… …   Dictionary of Greek

  • μήνυμα — Φράση που περιέχει κάποια είδηση ή αγγελία. Ειδοποίηση, παραγγελία, μαντάτο. ηλεκτρονικό μ. Βλ. λ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. * * * το (ΑΜ μήνυμα, Μ και μήνυμαν) ειδοποίηση μέσω κάποιου προσώπου ή εγγράφως, παραγγελία, εντολή («κατὰ τὸ μήνυμα… …   Dictionary of Greek

  • καταγγελία — Όρος που συνηθίζεται περισσότερο στην καθημερινή γλώσσα παρά στη νομική ορολογία και αναφέρεται στη γνωστοποίηση στις αρμόδιες αστυνομικές ή εισαγγελικές αρχές, θεληματικά ή σύμφωνα με υποχρεωτικό από τον νόμο καθήκον, της διάπραξης ενός… …   Dictionary of Greek

  • ένδειξη — η (AM ἔνδειξις) δείγμα, τεκμήριο («εις ένδειξιν φιλίας») νεοελλ. 1. ειδική συνθήκη, ύπαρξη στοιχείων κατά την οποία κρίνεται επωφελής η χορήγηση φαρμάκου ή η εφαρμογή θεραπευτικών μεθόδων 2. πραγματικό περιστατικό, το οποίο μόνο του ξεχωριστά ή… …   Dictionary of Greek

  • αγγελία — Η μετάδοση μιας είδησης ή πληροφορίας. Ειδοποίηση με την οποία γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό κάποιο πράγμα ή γεγονός, όπως π.χ. ότι κάποιος θέλει να προσλάβει υπάλληλο ή να πουλήσει ένα οικόπεδο ή να βρει δουλειά είτε ότι διαθέτει κάποιο… …   Dictionary of Greek

  • απροειδοποίητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ενημερωθεί από πριν 2. αυτός που έγινε χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + προειδοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • διακοίνωση — η 1. γνωστοποίηση, αναγγελία, ειδοποίηση 2. υπογεγραμμένο διπλωματικό έγγραφο με το οποίο διαβιβάζεται, μέσω διπλωματικού αντιπροσώπου, προς την κυβέρνηση άλλης χώρας σημαντική ανακοίνωση 3. φρ. «ρηματική διακοίνωση» ανακοίνωση που γίνεται με… …   Dictionary of Greek

  • ειδοποιητικός — ή, ό (Α εἰδοποιητικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που ειδοποιεί, με τον οποίο γίνεται η ειδοποίηση αρχ. ειδοποιός …   Dictionary of Greek

  • μαντάτευμα — και μαντάτεμα, το [μαντατεύω] 1. ανακοίνωση, γνωστοποίηση, ειδοποίηση 2. καταγγελία, κατηγορία, κατάδοση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”